- αισθάνομαι
- (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι)1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώνεοελλ.1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου3. συγκινούμαι, ταράζομαι, είμαι ευαίσθητος σε κάτι4.. δοκιμάζω κάποιο συναίσθημα, συναισθάνομαιαρχ.1. βλέπω ακούω2. (για νοητικές διεργασίες) εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω3. υποπίπτει κάτι στην αντίληψή μου, γνωρίζω, μαθαίνω4. (μτχ. ενεστ.) αἰσθανόμενος, -η, -οναυτός που διατηρεί, που ελέγχει απόλυτα όλες τις νοητικές ικανότητες του5. φρ. «αἰσθάνει» έχεις δίκιο«αἰσθάνομαι ὑπό τινος (ή διά τινος)», πληροφορούμαι, μαθαίνω από κάποιον (το παθ. αναπληρώνεται με την περίφραση «αἴσθησιν παρέχω»).[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος με το επίθημα -αν- τύπος τού αἴσθ-ομαι. Και τα δύο ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *awis-dh (aFισ-θ-) «αντιλαμβάνομαι, εννοώ». Βλ. λ. ἀΐω Ι.ΠΑΡ. αίσθημα, αίσθηση, αισθητήριος, αισθητής, αισθητός, νεοελλ. αισθαντικός.ΣΥΝΘ. διαισθάνομαι, συναισθάνομαι, αρχ. ἐπαισθάνομαι, καταισθάνομαι, παραισθάνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.